- μηπρού
- μηπρού (Μ)(σύνδ.) βλ. μηπρίν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηπρίν — και μηπρού (Μ) (σύνδ.) μήπως προηγουμένως, μήπως προτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μή + πρίν. Ο τ. μηπρού με επίδραση συνδέσμων ή επιρρ. σε ου (πρβλ. προτού, αφού) ή, κατ άλλους, με β συνθετικό τον τ. προῦ* τού πριν] … Dictionary of Greek
πρού — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «προσέρχου». (II) Μ πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πρίν (πρβλ. μηπρίν / μηπρού)] … Dictionary of Greek